ἀπόλυσις
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
εως, ἡ,
A loosing, e.g. of a bandage or cord, Hp.Fract.10, Hero Aut.2.9. 2 release, deliverance, Pl.Cra.405b, Plb.33.1.5: c. gen., κατὰ τὴν ἀ. τοῦ θανὰτου as far as acquittal from a capital charge went, Hdt.6.136; ἀ. κακῶν θάνατος Plu.Arat.54; ἀ. πένθους end of mourning, OGI56.53 (Canopus). 3 getting rid of a disease, Hp.Coac.378, etc. 4 spell for releasing a divine being, PMag.Par.1.1056, al. II (from Pass.) separation, parting, Arist.GA718a14; τῆς ψυχῆς Id.R.479a22: abs., decease, death, Thphr.HP9.16.8, Lycon ap. D.L.5.71; ἀ. ποιεῖσθαι to take one's departure, of an army, Plb.3.69.10.
German (Pape)
[Seite 313] ἡ, die Ablösung, Befreiung, Plat. Crat. 405 b; Freisprechung, τοῦ θανάτου Her. 6, 136; νουσημάτων, das Nachlassen der Krankheiten, Hippocr.; Entlassung der Gefangenen, Pol. 33, 1; ἀπόλυσιν ποιεῖσθαι, weggehen, 5, 69 u. öfter. Vgl. ἀπολύειν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλῠσις: -εως, ἡ, λύσιμον, π.χ. ἐπιδέσμου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 759. 2) ἀπόλυσις, ἀπελευθέρωσις, ἀπολύτρωσις, Πλάτ. Κρατ. 405Β· μετὰ γεν., προσγενομένου δὲ τοῦ δήμου αὐτῷ κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου, ζημιώσαντος δὲ κτλ., βοηθήσαντος δὲ αὐτῷ τοῦ δήμου ὡς πρὸς τὴν ἀπαλλαγὴν αὐτοῦ ἐκ τῆς θανατικῆς ποινῆς, ἐπιβαλόντος δὲ πρόστιμον κτλ., Ἡρόδ. 6. 136· ἀπ. κακῶν θάνατος Πλουτ. Ἄρατ. 54. 3) ἀπαλλαγαὶ ἀπὸ ἀσθενείας, Ἱππ. 178C, κτλ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἀποχωρισμός, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 1. 6, 4, κ. ἀλλ.· ἀναίσθητος ἡ τῆς ψυχῆς ἀπόλυσις γίνεται [τοῖς γέρουσι] παντελῶς ὁ αὐτὸς περὶ Ἁναπν 17. 8· καὶ ἀπολ., θάνατος, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 16, 8· ἀπ. ποιεῖσθαι, ἀπέρχεσθαι, Πολύβ. 3. 69, 10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acquittement, action de se libérer.
Étymologie: ἀπολύω.