γέλγις

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέλγις Medium diacritics: γέλγις Low diacritics: γέλγις Capitals: ΓΕΛΓΙΣ
Transliteration A: gélgis Transliteration B: gelgis Transliteration C: gelgis Beta Code: ge/lgis

English (LSJ)

ἡ, gen. γέλγιθος, also γέλγιος and -ιδος (in codd. freq. with false accent γελγίς, γελγίθος, etc., but cf. Hdn.Gr.1.87): pl.

   A γέλγεις Thphr.HP7.4.11, CP1.4.5:—head of garlic, and in pl., the cloves which compose it, ἡ γέλγις διαιρεῖται εἰς τὰς γέλγεις Id.HP7.4.12, cf. Hp.Nat.Mul.77; πότιμοι γέλγῑθες AP6.232 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

γέλγις: ἡ, γεν. γέλγῑθος, ὡσαύτως γέλγιος καὶ -ιδος, (ἐν χφοις συχνάκις μετ’ ἐσφαλμένου τονισμοῦ γελγίς, γελγίθος, κτλ., ἐναντίον τοῦ κανόνος τοῦ Ἀρκαδ. σ. 29)· πληθ. γέλγεις Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 4, 5· ― ὅμοιον τῷ ἄγλις, κεφαλὴ ἢ βολβὸς ἢ σκελὶς σκορόδου, Λατ. spica ἢ nucleus allii, πότιμοι γέλγῑθες Ἀνθ. II. 6. 232· πρβλ. Θεόκρ. 14. 17.

French (Bailly abrégé)

ιθος ou ιδος (ἡ) :
gousse d’ail.
Étymologie: DELG cf. ἄγλις, γαγγλίον.
Syn. σκελλίς.