τρῦσις
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
εως, ἡ, (τρύω)
Greek (Liddell-Scott)
τρῦσις: ἡ, (τρύω) τὸ κατατρύχεσθαι, καταπόνησις, ἐξάντλησις, κακοπάθεια, «τρῦσις· νόσος, πόνος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, Α τρύω
(κατά τον Ησύχ.) καταπόνηση, ταλαιπωρία ή αρρώστια.