μετάνοια

From LSJ
Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάνοια Medium diacritics: μετάνοια Low diacritics: μετάνοια Capitals: ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Transliteration A: metánoia Transliteration B: metanoia Transliteration C: metanoia Beta Code: meta/noia

English (LSJ)

ἡ,

   A change of mind or heart, repentance, regret, Batr.70, Th.3.36, Philem.198, Plb.4.66.7, LXXPr.14.15, Aristeas 188, Plu.2.712c (pl.), etc.; ἀνίατος γὰρ τῶν τοιούτων μ. Antipho 2.4.12; γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μ. ἔρχεται Men.Mon.91; ἡ εἰς τὸν θεὸν μ. Act.Ap.20.21; μ. ἀπὸ νεκρῶν ἔργων Ep.Hebr.6.1.    II Rhet., afterthought, correction, Rutil.1.16.

German (Pape)

[Seite 151] ἡ, die Sinnesänderung, Reue, Pol. 4, 66, 7; das zur besseren Einsicht Gelangen, 18, 16, 7 u. Sp., wie Luc. Merc. cond. 42; Plut. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μετάνοια: ἡ, ἡ κατόπιν ἐρχομένη σκέψις, μεταβολὴ γνώμης, μετάνοια, Θουκ. 3. 36, Πολύβ. 4. 66, 7, Καιν. Διαθ., κτλ.· ἀνίατος γὰρ τῶν τοιούτων μ. Ἀντιφῶν 120. 29· γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μ. ἔρχεται Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 91.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
repentir, regret.
Étymologie: μετανοέω.