δικαιοσύνη
English (LSJ)
ἡ,
A righteousness, justice, Thgn.147, Hdt.1.96, al., Pl. R.433a, LXX Ge.15.6, etc.; δ. δικαστική legal justice, Arist.Pol.1291a27; opp. ἐπιείκεια, Id.EN1137a32. 2 fulfilment of the Law, LXX Is.26.2, al., Ev.Matt.3.15, al. II justice, the business of a judge, Pl.Grg.464b, 464c (v.l. δικαστική), Clit.408b. III Δ., personified, AP9.164; Ἶσις Δ. SIG1131 (Delos), IG3.203. IV Pythag. name for four, Theol.Ar.23. V δικαιοσύνη· ἡ χοῖνιξ, μυστικῶς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 627] ἡ, Gerechtigkeit, die Eigenschaft und Handlungsweise des δίκαιος, Rechtlichkeit; δ. ἐστὶ τὸ τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν Plat. Rep. IV, 433 a; vgl. Arist. Eth. Nic. 5; Ggstz ἀνομία Xen. Mem. 1, 2, 24; Wohlthat, Inscr. 101; εἰς τοὺς δημότας 102; der ἐλεημοσύνη entsprechend, Math. 6, 1. 2, u. sonst im N. T. – Von späteren Dichtern auch personificirt als Göttin.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιοσύνη: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ δικαίου, Θέογν. 147, Ἡρόδ. 1.96, 6.86. 7.52, κτλ.· δ. δικαστική, νομική, ἡ ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἀριστ. Πολ. 4.4,14. ΙΙ. ἡ ἀσχολία δικαστοῦ, Πλάτ. Γοργ. 464Β, C (διάφ. γρ. δικαστική), πρβλ. Κλειτοφ. 408Β.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
justice, sentiments de justice, pratique de la justice.
Étymologie: δίκαιος.