χαμαικυπάρισσος

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαικῠπάρισσος Medium diacritics: χαμαικυπάρισσος Low diacritics: χαμαικυπάρισσος Capitals: ΧΑΜΑΙΚΥΠΑΡΙΣΣΟΣ
Transliteration A: chamaikypárissos Transliteration B: chamaikyparissos Transliteration C: chamaikyparissos Beta Code: xamaikupa/rissos

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,

   A lavender cotton, Santolina Chamaecyparissus, Poet. de herb.106, Plin.HN24.136.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαικῠπάρισσος: ἡ, ἡ χαμηλὴ κυπάρισσος, Ποιητὴς περὶ τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 106, πρβλ. Νικ. Θηρ. 910. Plin. N. H. 24. 15.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + κυπάρισσος. Ως όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chamaecyparis].