πυλαϊκός

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλᾱϊκός Medium diacritics: πυλαϊκός Low diacritics: πυλαϊκός Capitals: ΠΥΛΑΪΚΟΣ
Transliteration A: pylaïkós Transliteration B: pylaikos Transliteration C: pylaikos Beta Code: pulai+ko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A silly, ὀχλαγωγία Plu.Pyrrh.29.

German (Pape)

[Seite 817] possenhaft, ὀχλαγωγία Plut. Pyrrh. 29.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλᾱϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν Πυλαίαν, ὁ τῆς Πυλαίας, Πυλ. κόλπος Στράβ. 9, 430· Πυλ. πανήγυρις αὐτόθι 436· ταῦτα μέν ἐστι Πυλαϊκῆς ὀχλαγωγίας Πλουτ. Πύρρ. 29· πρβλ. πυλαία ΙΙ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α Πύλαι / πυλαία]
1. ο σχετικός με την πυλαία, δηλ. με τη σύνοδο του αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες
2. αγύρτικος, ψεύτικος.