συνδυαστικός

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῠαστικός Medium diacritics: συνδυαστικός Low diacritics: συνδυαστικός Capitals: ΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: syndyastikós Transliteration B: syndyastikos Transliteration C: syndyastikos Beta Code: sunduastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to live in pairs, ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν Arist.EN1162a17, cf. Hierocl. p.52 A.

German (Pape)

[Seite 1009] ή, όν, zur Verbindung zweier Personen oder Sachen gehörig; ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν, Arist. eth. 8, 12.

Greek (Liddell-Scott)

συνδυαστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς πρὸς συνδυασμόν, πρὸς συζυγικὴν ἢ κατὰ ζεύγη ζωήν, ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικὸν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 7, πρβλ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. σ. 414. 41.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
apte à s’unir deux à deux.
Étymologie: συνδυάζω.