ἀρχιερατικός
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ή, όν,
A of the ἀρχιερεύς, ἐκ γένους ἀ. Act.Ap.4.6, cf. J.AJ15.3.1, OGI470.21, Jahresh.15.51, etc.; θρόνοι Just.Nov. 42.1.1.
German (Pape)
[Seite 366] den Oberpriester betreffend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιερατικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀρχιερέα, καὶ ὅσοι ἦσαν ἐκ γένους ἀρχιερατικοῦ Πράξ. Ἀπ. δ΄, 6, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 15. 3. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 4363. 2) ἐπισκοπικός, Συν. Ἐπιστ. 97 κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de grand-prêtre, pontifical en parl. du grand-prêtre des Juifs;
2 épiscopal.
Étymologie: ἀρχιεράομαι.