ζητηματικός

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζητηματικός Medium diacritics: ζητηματικός Low diacritics: ζητηματικός Capitals: ΖΗΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zētēmatikós Transliteration B: zētēmatikos Transliteration C: zitimatikos Beta Code: zhthmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = ζητητικός 2, Sch.Pl.p.212H.

Greek Monolingual

ζητηματικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναζήτηση της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτημα, -τος + καταλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη].