προσκύνησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A adoration, obeisance, Pl.Lg.887e (pl.); τὰ βαρβαρικά, οἷον προσκυνήσεις Arist.Rh.1361a36, cf. Phld.Piet.69 (pl.), Plu.Alex.54, Arr.An.4.11.8; π. καὶ ἀσπασμός (in a petitioner's letter) PFlor.296.57 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 771] ἡ, das Verehren, Anbeten; Plat. Legg. X, 887 e; Plut. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
προσκύνησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 887Ε· τὰ βαρβαρικά, οἷον προσκυνήσεις καὶ ἐκστάσεις Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9, πρβλ. πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 54.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
prosternation, adoration.
Étymologie: προσκυνέω.