ἱεροφάντης
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
English (LSJ)
Ion. ἱρ-, ου, ὁ, (φαίνω)
A hierophant, one who teaches rites of sacrifice and worship, ἱ. τῶν χθονίων θεῶν Hdt.7.153; of the initiating priest at Eleusis, IG12.76.24, al., Lys.6.1, Is.7.9, Plu.Alc.33; at Rome,= pontifex, D.H.2.73, 3.36; of the pontifex maximus, Plu.Num.9; of the Jewish High Priest, Ph.2.322; of Moses, Id.1.117; later, mystical expounder, ἱ. τῆς τετρακτύος Hierocl.in CA20p.466M.
German (Pape)
[Seite 1243] ὁ, den heiligen Opfer- u. Gottesdienst zeigend, lehrend; der in Mysterien einführt, bes. der Vorsteher der eleusinischen Geheimnisse; in ion. Form ἱροφάντης Her. 7, 153; Is. 7, 9; Paus. 4, 26, 2; Plut. Num. 9 nennt so den pontifex maximus der Römer; vgl. D. Hal. 2, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροφάντης: Ἰων. ἱροφάντης ου, ὁ, (φαίνω) ὁ διδάσκων τὴν τάξιν τῶν θυσιῶν καὶ τῆς λατρείας, ὡς τὸ ἱερομνήμων, ἱρ. τῶν χθονίων θεῶν Ἡρόδ. 7. 153· ὁ τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια μνῶ ἱερεύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 48, Λυσ. 103. 21, Ἰσαῖ. 64. 18, Πλουτ. Ἀλκιβ. 33· ἐν Ἀθήναις, θρησκευτικός τις ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 188, 190-4, 197, κ. ἀλλ.· ἐν Ρώμῃ, ὁ Pontifex Maximus, Διον. Ἁλ. 2. 73., 3. 36· ὁ δὲ μέγιστος τῶν Ποντιφίκων, οἷον ἐξηγητοῦ καὶ προφήτου, μᾶλλον δὲ ἱεροφάντου τάξιν ἐπέχει Πλουτ. Νουμ. 9· κατὰ τοὺς χριστιανικοὺς χρόνους, ἱερεύς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1068. 13. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱεροφάντης· μυσταγωγός, ἱερεὺς ὁ τὰ μυστήρια δεικνύων», πρβλ. Πολυδ. Α΄, 35.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
hiérophante, prêtre qui explique les mystères sacrés ; initiateur aux mystères ; à Rome le grand pontife.
Étymologie: ἱερός, φαίνω.