γεμίζω
English (LSJ)
(γέμω)
A fill full of, load, freight or charge with, prop. of a ship, τινός Th.7.53, X.HG6.2.25, etc.; γεμίσας τὴν ναῦν ξύλων Test. ap.D.21.168; ναῦν σίτου D.34.36; θηρίων τὰς ναῦς Plb.1.18.8; τραπέζας θοίνης OGI383.146 (Commagene); of animals, load, κτήνη PFay.117.14 (ii A. D.), cf.PTeb.419.17 (iii A. D.): c. dupl.acc., PFlor. 195.4 (iii A. D.); σποδοῦ γ. λέβητας charging them with ashes, A.Ag. 443; γεμίσω σε let me fill you, addressed to a cup, Theopomp.Com. 32; αὑτόν stuff, gorge, Men.Pk.296; τὴν κοιλίαν ἀπό τινος v.l. in Ev.Luc.15.16:—Med., D.20.31; ἐγεμιζόμην ἀνθρωπείου τροφῆς Luc. Asin.46:—Pass., metaph. of the Cyclops, E.Cyc.505 (lyr.); of bees, γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται Arist.HA624b2: c. gen., γ. ἀλαζονείας, εὐσεβείας, Ph.2.186,357. II later, c. acc. rei, γεμίζειν ὕδωρ (sc. τὴν ὑδρίαν) to fill it full of water, Paus.3.13.3:—Pass., οἶνον, πῦρ γεμισθείς, AP12.85 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 480] anfüllen, vollpacken, befrachten, bes. Schiffe, τινός, womit, σποδοῦ λέβητας Aesch. Ag. 443; πλοῖα χρημάτων Xen. Hell. 6, 2, 14; Thuc. 7, 53; ναῦν σίτου Dem. 34, 36; ναῦς στρατιωτῶν Pol. 1, 18, 9; γεμίζειν ὕδωρ, ein Gefäß mit Wasser füllen, Paus. 3, 13, 2. – Pass., voll sein, befrachtet sein, γεγεμισμένης τῆς νεώς Dem. 34, 10; γεμισθεὶς ποτὶ σέλμα γαστρὸς ἄκρας Eur. Cycl. 503; sp. D.; γεγέμισται πελάγευς ναῦς Lucill. 112 (XI, 247); vgl. Mel. 20 (XII, 89).
Greek (Liddell-Scott)
γεμίζω: μέλλ. ἀττ. –ιῶ (γέμω), πληρῶ ἐντελῶς, φορτώνω μέ τι, κυρίως ἐπὶ πλοίου, τινὸς Θουκ. 7. 53, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 25, κτλ.· γεμίσας τὴν ναῦν ξύλων Δημ. 569. 4· ἀκολούθως, σποδοῦ γ. λέβητας, πληρώσας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 443· γεμίσω σε, πρὸς ποτήριον, Θεόπομπ. Κωμ. Νεμ. 1. 4.– Παθ., γεμίζομαι, φορτώνομαι, πληροῦμαι, Δημ. 466. 28· μεταφορ. ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 505· ἐπὶ μελισσῶν, γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14. ΙΙ. μεταγεν. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., γεμίζειν ὕδωρ (ἐνν. τὴν ὑδρίαν), πληροῦν ὕδατος ἐντελῶς, Παυσ. 3. 13, 2· καὶ ἐν τῷ παθ., οἶνον, πῦρ γεμισθεὶς Ἀνθ. Π. 12. 85.
French (Bailly abrégé)
f. γεμίσω, att. γεμιῶ, ao. ἐγέμισα, pf. inus.
Pass. part. ao. γεμισθείς, pf. γεγέμισμαι;
remplir : γ. τινός, remplir de qch.
Étymologie: γέμω.