ἀπολιβάζω
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
English (LSJ)
A cause to drop off, throw away, Pherecr.42. II intr., drop off, vanish, οὐκ ἀπολιβάξεις εἰς ἀποικίαν τινά; Eup.206, cf. Ar.Av.1467.
German (Pape)
[Seite 312] (eigtl. wegtröpfeln). intr., Phereer. u. Eupol. bei B. A. 431 (ἀπὸ τῆς λιβάδος ἐκρυῆναι); Ar. Av. 1467 οὐκ ἀπολιβάξεις, wirst du dich nicht fortpacken? wo der Schol. gar an ἐς Λιβύην ἀποφθερῇ gedacht; Hesych. ἀποῤῥυήσει, ἀποφθερεῖ. Vgl. ἀπολιταργίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολῐβάζω: μέλλ. -ξω, κυρίως, ἀσποστάζω, ἀλλὰ καὶ ἀπορρίπτω, «ἀπολιβάξαι· το ἐκρυῆναι ἀπὸ τῆς λιβάδος…, οἱ δὲ ἀπορρίψαι και ἀποφθείρειν, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 8. Α. Β. 431, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκπίπτω, πόρρω απέρχομαι, ἐξαφανίζομαι, οὐκ απολιβάξεις εἰς ἀποκίαν τινὰ Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 28, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1467· καὶ ἴδε ἀπολιταργέω.
French (Bailly abrégé)
1 intr. faire ses paquets pour déguerpir, déguerpir;
2 tr. faire déguerpir.
Étymologie: ἀπό, λιβάζω.