χέλυδρος

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέλυδρος Medium diacritics: χέλυδρος Low diacritics: χέλυδρος Capitals: ΧΕΛΥΔΡΟΣ
Transliteration A: chélydros Transliteration B: chelydros Transliteration C: chelydros Beta Code: xe/ludros

English (LSJ)

ὁ,

   A amphibious serpent, Nic.Th.411.    2 a kind of tortoise, Sch.Lyc.340.

German (Pape)

[Seite 1348] ὁ, 1) die Wasserschildkröte, Schol. Lycophr. 340. – 2) eine Schlangenart, die sich auch im Wasser aufhält, Nic. Ther. 411.

Greek (Liddell-Scott)

χέλυδρος: ὁ, ἀμφίβιός τις ὄφις, Νικ. Θηρ. 411 κἑξ., Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 415. 2) εἶδος χελώνης, ὑδροχελώνη, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 340.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
παλαιότερη ονομασία της νεροχελώνας χελύδρα
αρχ.
1. είδος αμφίβιου φιδιού
2. είδος νεροχελώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ- του χέλυς «χελώνα» + -υδρος (< ύδωρ), πρβλ. χέρσ-υδρος].