συγκοινωνός

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοινωνός Medium diacritics: συγκοινωνός Low diacritics: συγκοινωνός Capitals: ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΟΣ
Transliteration A: synkoinōnós Transliteration B: synkoinōnos Transliteration C: sygkoinonos Beta Code: sugkoinwno/s

English (LSJ)

όν,

   A partaking jointly of, τῆς ῥίζης Ep.Rom.11.17, cf. 1 Ep.Cor.9.23; ἐν τῇ θλίψει Apoc.1.9; τῆς βασιλείας μου Steph.in Hp.1.76D.: Subst., partner, PMasp.158.11 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 968] Theil woran habend, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοινωνός: ὁ, ἡ, ὁ μετέχων τινὸς μετά τινος ἄλλου, τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 17, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 23· ἐν τῇ θλίψει Ἀποκάλ. α΄, 9.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui participe à, gén..
Étymologie: σύν, κοινωνός.