ἰκριοποιός

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκριοποιός Medium diacritics: ἰκριοποιός Low diacritics: ικριοποιός Capitals: ΙΚΡΙΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ikriopoiós Transliteration B: ikriopoios Transliteration C: ikriopoios Beta Code: i)kriopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of scaffolding or benches, Poll. 7.125.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκριοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἴκρια ἢ θρανία, Πολυδ. Η΄, 125.

Greek Monolingual

ἰκριοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγο-ποιός, κλειδο-ποιός.