ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Full diacritics: κέρκνος | Medium diacritics: κέρκνος | Low diacritics: κέρκνος | Capitals: ΚΕΡΚΝΟΣ |
Transliteration A: kérknos | Transliteration B: kerknos | Transliteration C: kerknos | Beta Code: ke/rknos |
ἱέραξ, ἢ ἀλεκτρυών, Hsch.
κέρκνος: ὁ· «ἱέραξ. ἢ ἀλεκτρυὼν» Ἡσύχ.
κέρκνος, ὁ (Α) κέρκος
(κατά τον Ησύχ.) «ἱέραξ, ἢ ἀλεκτρυών».