ὕφαιμος

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕφαιμος Medium diacritics: ὕφαιμος Low diacritics: ύφαιμος Capitals: ΥΦΑΙΜΟΣ
Transliteration A: hýphaimos Transliteration B: hyphaimos Transliteration C: yfaimos Beta Code: u(/faimos

English (LSJ)

ον, (αἷμα)

   A suffused with blood, blood-shot, Hp.Aph.5.23; of the nails, Orib.Syn.7.18; ὑγρασία Sor.1.19; ῥοῦς Id.2.43; οἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν D.47.59; esp. of the eyes, S.E. P.1.44, Gal.18(2).301. Philostr.Gym.25, Philostr.Jun.Im.15; βλέφαρα ὕ. Arist.Phgn.807b29; ὕφαιμον βλέπειν Men.Epit.479, Ael.NA 3.21; ῥίζα ὑ. τὴν χρόαν Dsc.4.23.    II of complexion or temperament, sanguine, Hp.Epid.3.14; ὕ. ἵππος hot-blooded, Pl.Phdr. 253e; θερμὸς καὶ ὕ. Arist.Phgn.806b4, cf. 807b32.

Greek (Liddell-Scott)

ὕφαιμος: -ον, (αἷμα) ὁ ἔχων ὑποκάτω ὑποκεχυμένον αἷμα, ὑπόπλεως αἵματος Ἱππ. Ἀφορ. 1253· οἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν Δημ. 1157. 2· μάλιστα ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Φιλόστρ. 886, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 44, κλπ.· ὕφαιμον βλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 21. ΙΙ. ἐπὶ χροιᾶς ἢ κράσεως, αἱματώδης, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1090· ὕφ. ἵππος, κοινῶς «θερμοαίματος», θυμοειδής, Πλάτ. Φαῖδρος 253Ε· ὕφ. καὶ θερμὸς Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 4, πρβλ. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 injecté de sang : ὕφαιμον βλέπειν LUC regarder avec des yeux injectés de sang, càd menaçants, terribles;
2 de complexion sanguine.
Étymologie: ὑπό, αἷμα.