σωματέμπορος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτέμπορος Medium diacritics: σωματέμπορος Low diacritics: σωματέμπορος Capitals: ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: sōmatémporos Transliteration B: sōmatemporos Transliteration C: somatemporos Beta Code: swmate/mporos

English (LSJ)

ον,

   A slave-dealer, Dsc.Eup. 1.233, OGI524.5 (Thyatira), Artem.3.17, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Eust.1416.26, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1060] ὁ, der Sklavenhändler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτέμπορος: -ον, ἔμπορος δούλων, ἀνδραποδοκάπηλος, δουλέμπορος, Ἀρτεμίδ, 3. 17. Εὐστ. 1416. 26.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σωματέμπορας, Ν
νεοελλ.
αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει γυναίκα ή ανήλικο και τους παραχωρεί προς όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για ασέλγεια
μσν.-αρχ.
ο δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, σώματος + ἔμπορος.