παντεύμορφος
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
ον,
A altogether beautiful, Tz.H.5.949.
German (Pape)
[Seite 463] ganz schön gestaltet, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
παντεύμορφος: -ον, ὅλως εὔμορφος, ὡραιότατος, Τζέτζ. Ἱστ. 5. 949.
Greek Monolingual
-ον, Μ
πολύ όμορφος, πανέμορφος, ωραιότατος, πεντάμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + εὔμορφος.