ἀσυμπάθητος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
[πᾰ], ον, = foreg.1, An.Ox.2.340.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμπάθητος: -ον, = τῷ προηγ., Νικηφ. Βλεμμ. ἐν Μαΐου Coll. nov. Vat. τ. 2. σ. 616.
Spanish (DGE)
-ον que carece de compasión, cruel, An.Ox.2.340.