δυσξύμβλητος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ον,
A hard to understand, Corn.ND28, D.C.56.29.
German (Pape)
[Seite 685] 1) schwer zu vereinigen, Artemid. 4, 56. – 2) schwer zu errathen, unverständlich; τέρατα Dio Cass. 56, 29.
Greek (Liddell-Scott)
δυσξύμβλητος: -ον, δυσκόλως ἑνούμενος, διάφ. γρ. παρ’ Ἀρτεμιδ. 4. 56. ΙΙ. δυσνόητος, ἀκατανόητος, Δίων Κ. 56. 29.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δυσσ- D.C.56.29.2
difícil de comprender τὰ δυσξύμβλητόν τι ἔχοντα Corn.ND 28, τέρατα D.C.l.c.