λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
[Seite 118] mit schwarzem Boden, Eust. 28, 23.
μελάμπεδος: -ον, ὁ ἔχων μαύρην γῆν, Εὐστ.
μελάμπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο έδαφος, μαύρη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέδον (πρβλ. υψί-πεδος, χαλκό-πεδος)].