ἀπόμορφος
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
English (LSJ)
ον,
A of strange form, strange, S.Fr.1022.
German (Pape)
[Seite 315] ungestaltig, fremdartig, Soph. frg. 845 B. A. 432.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόμορφος: -ον, ὁ ἔχων παράδοξον μορφήν, παράδοξος, «ἀπόμορφα, ξένα, οὐκ ἐοικότα τοῖς ἤθεσιν· οὕτω Σοφοκλῆς» Α. Β. 432, 6 (Ἀποσπ. Σοφ. 845).