τετράζυγος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A fouryoked, ὄχοι E.Hel.1039. 2 generally, fourfold, ὀμφή Nonn.D.12.107.
German (Pape)
[Seite 1097] vierjochig; ὄχοι, vierspännig, Eur. Hel. 1045; übh. vierfach, ὀμφή, Nonn. D. 12, 108; – τὸ τετράζυγον, sc. ἅρμα, ein vierspänniger Wagen.
Greek (Liddell-Scott)
τετράζῠγος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ζυγούς, ὄχος Εὐριπ. Ἑλ. 1039· - καθόλου, τετραπλοῦς, ὀμφὴ Νόνν. Δ. 12. 108· κόσμος αὐτόθι 169.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 attelé de quatre chevaux;
2 quadruple.
Étymologie: τέσσαρες, ζυγόν.