ἀδιάκοπος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ον,
A unbroken, uninterrupted, χάρακες Aristeas139; συνέχεια Herod. ap. Orib.7.8.4; λόγος Ph.1.81, cf. Porph.Plot.8. Adv. -πως Hero *Deff.37, Ulp.ad D.18.308, Steph.in Hp.1.149 D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάκοπος: -ον, ὁ μὴ διακοπτόμενος, ἄθραυστος, μὴ διακεκομμένος, λόγος, Φίλων 1. 81, Πορφ. - Ἐπιρρ. -πως, Οὐλπ. εἰς Δημ.
Spanish (DGE)
-ον
1 no interrumpido, ininterrumpido χάρακες Aristeas 139, συνέχεια Herod.Med. en Orib.7.8.4, γένεσις Phlp.Aet.99.21, αὔξησις Procl.in Ti.1.120.25, λόγος Ph.1.81, διάνοια Porph.Plot.8.
2 adv. -ως ininterrumpidamente Hero Def.142.1, Vlp.Sch.D.18.328D., Steph.in Hp.Progn.170.14.