μελαμπόρφυρος
English (LSJ)
ον,
A dark purple, Poll.4.119.
German (Pape)
[Seite 118] dunkelpurpurfarbig, Poll. 4, 119.
Greek (Liddell-Scott)
μελαμπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων χρῶμα πορφυροῦν μελανίζον, Πολυδ. Δ΄, 119.
Greek Monolingual
μελαμπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος έχει χρώμα πορφυρό που μελανίζει, βαθύς πορφυρός, μαυροκόκκινος («μελαμπόρφυρον ἱμάτιον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πορφύρα (πρβλ. αλι-πόρφυρος, παμ-πόρφυρος)].