ὁπλιτοδρόμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A running a race in armour, IG12.531 (dub.), CIG2758iv2, al. (Aphrodisias), Poll.3.151, Sch.Pi.P.10.22, Sch.Ar.Ach.213.
German (Pape)
[Seite 359] in schwerer Waffenrüstung wettlaufend, Schol. Ar. Ach. 213.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλῑτοδρόμος: -ον, ὁ ὁπλιτοδρομῶν, ὁ τὸν ὁπλίτην δίαυλον θέων, Πολυδ. Γϳ, 151, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 10. 22, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 213.
Greek Monolingual
ὁπλιτοδρόμος, -ον (Α)
αυτός που μετέχει σε οπλιτοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλίτης + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ολυμπιο-δρόμος.