σκᾶπτον
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
English (LSJ)
τό, Dor. for σκῆπτρον.
German (Pape)
[Seite 889] τό, dor. = σκῆπτρον; Pind. θεμιστεῖον ἀμφέπει σκᾶπτον, Ol. 1, 12; μόναρχον, P. 4, 152, u. oft. Man hat es mit dem deutschen »Schaft« verglichen.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾶπτον: τό, Δωρ. ἀντὶ σκῆπτρον.
French (Bailly abrégé)
dor. c. σκῆπτρον.