τηρητής

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηρητής Medium diacritics: τηρητής Low diacritics: τηρητής Capitals: ΤΗΡΗΤΗΣ
Transliteration A: tērētḗs Transliteration B: tērētēs Transliteration C: tiritis Beta Code: thrhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A keeper, observer, δίκης D.S.3.4.    2 guard, warden, PMich.Zen.84.10 (iii B.C.), PLond.3.1171.57 (i B.C.), PAmh.2.126.22 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1108] ὁ, Bewahrer, Beobachter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τηρητής: -οῦ, ὁ, ὁ τηρῶν, φυλάττων, ὁ ὀφθαλμός δίκης τηρητὴς Διόδ. 3. 4, πρβλ. τοποτηρητής.

Greek Monolingual

ο, θηλ. τηρήτρια, η, ΝΜΑ [τηρῶ (Ι)]
νεοελλ.
αυτός που τηρεί κάτι, που με σεβασμό το διαφυλάττει (α. «τηρητής τών νόμων» β. «πιστός τηρητής τών εθίμων»)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που παρατηρεί, που εποπτεύει κάτι
2. φρουρός, φύλακας («ὁ ὀφθαλμὸς δίκης τηρητής»).