λῦμα

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῦμα Medium diacritics: λῦμα Low diacritics: λύμα Capitals: ΛΥΜΑ
Transliteration A: lŷma Transliteration B: lyma Transliteration C: lyma Beta Code: lu=ma

English (LSJ)

(A), ατος, τό, mostly in pl. (sg. in Berl.Sitzb.1927.159 (Cyrene)),

   A water used in washing, or dirt removed by washing, offscourings, οἱ δ' ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματα βάλλον Il.1.314; ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸς . . λύματα πάντα κάθηρεν 14.171; ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα Call.Aet.3.1.25; of catarrhal discharges, purgations, Hp.Gland.12; λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, of the blood on his hands, S.Aj.655; τόκοιο λύματα, = τὰ λόχια, Call.Jov.17: generally, offscourings, refuse, γῆς Id.Ap.109; δόμων ἐκ λύματ' ἔνεικαν A.R.4.710; of ordure, Call.Fr.216; ἔκβολα λ. δαιτός Id.Cer.116; ἐκκλύζειν τὰ λ. τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Str.5.3.8, cf. Plu.2.518b.    II moral filth, defilement, in sg., λῦμα τῷ γήρᾳ τρέφῃ; S.OC805.    III = λύμη, ruin, A.Pr.692 (pl., lyr.): in sg., of a person, σύ τ', ὦ λῦμ' Ἀχαιῶν, i. e. Hector, E.Tr.591 (lyr.).
λῦμα (B), ατος, τό, (λύω)

   A = ἐνέχυρον, Suid. (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

λῦμα: τό, (ἴδε ἐν λ. λούω)· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὸ ὕδωρ τὸ χρησιμεῦον εἰς νίψιμον ἢ πλύσιν, ἢ ὁ ῥύπος ὁ ἀποπλυθείς, τὰ «ξεπλύματα», ἀκαθαρσίαι Λατ. purgamenta, οἱ δ’ ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματ’ ἔβαλλον Ἰλ. Α. 314· ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροός... λύματα πάντα κάθηρεν Ξ. 171, πρβλ. Ἱππ. 272. 30· λύμαθ’ ἁγνίσας ἐμά, ἐπὶ τοῦ ἐπὶ τῶν χειρῶν αὐτοῦ αἵματος, Σοφ. Αἴ. 655· λύματα τόκου = τὰ λόχια, Καλλ. εἰς Δία 17· γῆς ὁ αὐτ. εἰς Ἀπόλλ. 109· δόμων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 710· οὗτοι (δηλ. οἱ Ρωμαῖοι) προὐνόησαν μάλιστα ὧν ὠλιγώρησαν ἐκεῖνοι (δηλ. οἱ Ἕλληνες) στρώσεως ὁδῶν καὶ ὑδάτων εἰσαγωγῆς καὶ ὑπονόμων τῶν δυναμένων ἐκκλύζειν τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Στράβ. 235· ἐπὶ κόπρου, Καλλ. Ἀποσπ. 216, πρβλ. εἰς Δήμ. 116. ΙΙ. ἠθικὸς ῥύπος, μάλιστα ἐν τῷ ἑνικῷ, λῦμα τῷ γήρᾳ τρέφειν Σοφ. Ο. Κ. 805. ΙΙΙ. = λύμη, ὄλεθρος, Αἰσχύλ. Πρ. 692· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ προσώπου, σύ τοι, λῦμ’ Ἀχαιῶν, δηλ. ὁ Ἕκτωρ, Εὐρ. Τρῳ. 588.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. souillure, impureté, ordure :
1 au propre, d’ord. au pl. impuretés enlevées par un lavage;
2 au sens mor. souillure, tache, sujet de honte ou de déshonneur;
II. fléau, mal, malheur.
Étymologie: R. Λυ, laver ; v. λούω.