κρᾶ
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
shortd. jestingly for κράνος (as δῶ for δῶμα), AP6.85 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1498] = κράνος, Pallad. 92 (VI, 85), zum Scherz gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾶ: συντετμημένον παιγνιωδῶς ἀντὶ κράνος (ὡς δῶ ἀντὶ δῶμα), Ἀνθ. Π. 6. 85.
Greek Monotonic
κρᾶ: συντομ. αντί κρᾶνος (όπως το δῶ αντί δῶμα), σε Ανθ.