ἐπίτριμμα

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

German (Pape)

[Seite 996] τό, das daran, darauf Abgeriebene, Schminke, Sp.; auch übertr., ἐρώτων, abgefeimt in Liebeshändeln.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτριμμα: τό, (ἐπιτρίβω) τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπὶ τοῦ προσώπου, ψιμύθιον, Νικήτ. Χρον. 37C, Ἰω. Χρ. τ. 2. σ. 424Α, κτλ. 2) πρᾶγμα ἐφθαρμένον ἐκ τῆς τριβῆς· μεταφ., ἐπ. ἐρώτων, ἐπὶ πόρνης, Νικήτ. Χρον. 335D· πρβλ. περίτριμμα.

Greek Monolingual

ἐπίτριμμα, τὸ (AM) επιτρίβω
το επιτριβόμενο πάνω στο πρόσωπο ψιμύθιο, το καλλυντικό
μσν.
1. πράγμα φθαρμένο από την τριβή
2. μτφ. για εταίρα αυτός που έχει μεγάλη τριβή, πείρα σε κάτι, («ἐπίτριμμα ἐρώτων» Νικ. Χων.).