ἐπικόλλημα

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικόλλημα Medium diacritics: ἐπικόλλημα Low diacritics: επικόλλημα Capitals: ΕΠΙΚΟΛΛΗΜΑ
Transliteration A: epikóllēma Transliteration B: epikollēma Transliteration C: epikollima Beta Code: e)piko/llhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is glued on, tessellated work, Id.HP4.3.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 951] τό, das Darauf-, Angeleimte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικόλλημα: τό, τὸ ἐπικολλώμενον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 3, 3.

Greek Monolingual

το (Α ἐπικόλλημα)
νεοελλ.
πολύτιμο ξύλο που επικολλάται πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου, καπλαμάς
αρχ.
αυτό που κολλιέται πάνω σε ένα αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλλημα (< κολλώ)].