κατορρωδέω
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
Ion. καταρρ- (q. v.),
A fear, dread, c. acc., Plb. 14.1.5, Luc.Dem.Enc.3: abs., to be afraid, μή . . Plb.10.3.5, cf. Onos.11.3.
Greek (Liddell-Scott)
κατορρωδέω: Ἰων. καταρρ-, ὑπερβολικὰ φοβοῦμαι, πτοοῦμαι μεγάλως, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 34. ΙΙ. ἀπολ., διατελῶ ἐν φόβῳ ὁ αὐτ. 6. 9, Πολύβ., κλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 intr. frissonner de peur;
2 tr. trembler devant, acc..
Étymologie: κατά, ὀρρωδέω.