ἱανογλέφαρος

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱᾰνογλέφᾰρος Medium diacritics: ἱανογλέφαρος Low diacritics: ιανογλέφαρος Capitals: ΙΑΝΟΓΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: hianoglépharos Transliteration B: hianoglepharos Transliteration C: ianoglefaros Beta Code: i(anogle/faros

English (LSJ)

[ῐ], ον,= μαλακο-βλέφαρος, prob. l. in Alcm.23.69:

Greek Monolingual

ἱανογλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μάτια με βιολετί χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιο-γλέφαρος, με παρέκταση κατά τα σύνθ. με α' συνθετικό κυανο-(πρβλ. κυανο-βλέφαρος)].