αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Full diacritics: ἱερᾱκοτάφος | Medium diacritics: ἱερακοτάφος | Low diacritics: ιερακοτάφος | Capitals: ΙΕΡΑΚΟΤΑΦΟΣ |
Transliteration A: hierakotáphos | Transliteration B: hierakotaphos | Transliteration C: ierakotafos | Beta Code: i(erakota/fos |
[ᾰ], ὁ,
A one who buries sacred hawks, PStrassb.91.5 (i B.C.), etc.
ἱερακοτάφος, ό (Α)
αυτός που έθαβε ιερά γεράκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -ταφος < τάφος (πρβλ. ιβιο-τάφος, κριο-τάφος)].