φιλοπότης
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A lover of drinking, fond of wine, Hdt.2.174, Hp.Aër.1, Ar.V.79, Eup.208 (of Cimon), Antipho Soph.76, Arist.HA559b2, Pr.874a37 (wrongly accented -πότων), Ath.10.430c.
German (Pape)
[Seite 1284] ὁ, Liebhaber des Trunks, Einer, der gern und viel trinkt; Ar. Vesp. 79; Her. 2, 174; Arist. H. A. 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
φιλοπότης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν οἰνοποσίαν, φίλος τοῦ οἴνου, Λατ. vinolentus, Ἡρόδ. 2. 174, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστοφ. Σφ. 79, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 10 (περὶ τοῦ Κίμωνος), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 5· πρβλ. φιλοπώτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui aime à boire, grand buveur, ivrogne.
Étymologie: φίλος, πίνω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. φιλοπότις, -ιδος, ΝΜΑ, και φιλοπώτης Α
αυτός που του αρέσει να πίνει ποτά και, ιδίως, κρασί, οινοπότης, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. οινο-πότης, ενώ ο τ. φιλο-πώτης με β' συνθετικό -πώτης (< θ. πω- του πίνω, πρβλ. πῶ-μα)].