θωρηκοφόρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, Ion. for θωρακοφόρος.
German (Pape)
[Seite 1230] ion. = θωρακοφόρος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θωρακοφόρος.
Greek Monolingual
θωρηκοφόρος, -ον (Α)
ιων. τ. του θωρακοφόρος.
Full diacritics: θωρηκοφόρος | Medium diacritics: θωρηκοφόρος | Low diacritics: θωρηκοφόρος | Capitals: ΘΩΡΗΚΟΦΟΡΟΣ |
Transliteration A: thōrēkophóros | Transliteration B: thōrēkophoros | Transliteration C: thorikoforos | Beta Code: qwrhkofo/ros |
ον, Ion. for θωρακοφόρος.
[Seite 1230] ion. = θωρακοφόρος, w. m. s.
ion. c. θωρακοφόρος.
θωρηκοφόρος, -ον (Α)
ιων. τ. του θωρακοφόρος.