ἐπιθυμόδειπνος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A eager for dinner, Plu.2.726a.
German (Pape)
[Seite 944] nach der Mahlzeit verlangend, nach Plut. Symp. 8, 6, 1 οἱ ὀψὲ παραγινόμενοι ἐπὶ δεῖπνον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui désire souper.
Étymologie: ἐπιθυμέω, δεῖπνον.
Greek Monolingual
ἐπιθυμόδειπνος, -ον (Α)
αυτός που του αρέσει να παρακάθεται σε δείπνα, ο πρόθυμος για δείπνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμώ + δείπνος].