ὁμότροφος

From LSJ
Revision as of 12:21, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμότροφος Medium diacritics: ὁμότροφος Low diacritics: ομότροφος Capitals: ΟΜΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: homótrophos Transliteration B: homotrophos Transliteration C: omotrofos Beta Code: o(mo/trofos

English (LSJ)

ον,

   A reared or bred together with, τινι h.Ap.199 ; τινος h.Hom.9.2 (in both places of Artemis and Apollo); Δίκα καὶ ὁ. Εἰρήνα Pi.O.13.7 (cf. ὁμότροπος); ὁ. τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία, of domestic animals, Hdt.2.66.    II abs., feeding together, having the same diet, Pl.Phd.83d (v. ὁμότροπος).    2 ὁ. πεδία plains where we fed in common, Ar.Av.329.

German (Pape)

[Seite 341] gemeinschaftlich mit Einem, zusammen auferzogen, herangewachsen; τινί Il. h. Apoll. 199, τινός Hom. h. 8, 2, an beiden Stellen von Zwillingsgeschwistern; ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποις θηρία sind Hausthiere, Her. 2, 66; Ar. Av. 329 vrbdt ὃς γὰρ φίλος ἦν ὁμότροφά θ' ἡμῖν ἐνέμετο πεδία, wo der Schol. erkl. οἷον τὴν αὐτὴν ἡμῖν κατανομὴν νεμόμενα, u. Andere ὁμοτρόφα schreiben wollen; es steht für ὁμότροφος τὰ αὐτὰ πεδία ἡμῖν ἐνέμετο; übertr. auf den Geist, Plat. Phaedr. 83 d u. Sp. – Ὁμοτρόφος, gemeinschaftlich ernährend, aufziehend (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμότροφος: -ον, ὁ ὁμοῦ μετά τινος ἀνατραφείς, τινι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 199· ἀλλὰ καὶ τινὸς Ὁμ. Ὕμν. 8. 2 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπὶ διδύμων)· ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία, ἐπὶ κατοικιδίων ζῴων, Ἡρόδ. 2. 66. ΙΙ. ἀπολ., ὁ ὁμοῦ ἐσθίων, ἔχων τὴν αὐτὴν δίαιταν, Πλάτ., πρβλ. ὁμότροπος. 2) ὁμότροφα δ’ ἡμῖν ἐνέμετο πεδία, ἐνέμετο δὲ πεδιάδας ἐν αἷς ὁμοῦ ἐτρεφόμεθα, ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 329.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nourri ou élevé ensemble : ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία HDT animaux domestiques.
Étymologie: ὁμός, τρέφω.

English (Slater)

ὁμότροφος, -ον
   1reared together with ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει, κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα (v. l. ὁμότροπος) (O. 13.7)