βαπτισμός
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
ὁ,
A dipping in water, immersion, Ev.Marc.7.4, Ep.Hebr.9.10, Antyll. ap. Orib.10.3.9. 2 metaph., εἰς κακίας β. οἰχήσεται Theol.Ar.30. 3 lethargic sleep, Archig.and Posidon. ap. Aët.6.3. 4 baptism, J.AJ 18.5.2.
German (Pape)
[Seite 431] ὁ, dasselbe, N. T.; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
βαπτισμός: ὁ, ἡ εἰς τὸ ὕδωρ βύθισης· ἀπόνιψις, πλύσις, Εὐαγγ. Κ. Μᾶρκ. 7. 4, 8, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. 9. 10 2) βάπτισμα, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 5, 2, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
immersion, d’où
1 ablution;
2 baptême.
Étymologie: βαπτίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I 1inmersión en agua κόλυμβος ... καὶ βαπτισμός Antyll. en Orib.10.3.9
•fig. εἰς κακίας Theol.Ar.30
•fig. de la encarnación del alma βαπτισμός (σαρκὶ καὶ αἵματι) Corp.Herm.Fr.25.8.
2 sueño letárgico οἱ μὲν ἕνα τὸν βαπτισμὸν ὑπομένουσιν Archig. y Posidon. en Aët.6.3.
II en sent. ritual
1 baño, lustración, ablución como rito de purificación en ceremonias judías βαπτισμοὶ ποτηρίων καὶ ξεστῶν καὶ χαλκίων Eu.Marc.7.4, ἐπὶ βρώμασιν καὶ πόμασιν καὶ διαφόροις βαπτισμοῖς Ep.Hebr.9.10.
2 bautismo del de Juan βαπτισμῷ συνιέναι I.AI 18.117, cf. Origenes Io.6.26
•del bautismo cristiano διδαχή Ep.Hebr.6.2
•en los ritos heréticos de los ebionitas, Epiph.Const.Haer.30.2, de los marcionitas que repiten el bautismo para perdón de los pecados φήσας ὅτι ἔξεστιν ἕως τριῶν λουτρῶν, εἰς ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν δίδοσθαι Epiph.Const.Haer.42.3.