πολεμησείω
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
Desiderat. of πολεμέω, Th.1.33, D.C.46.30.
German (Pape)
[Seite 653] desider. von πολεμέω, ich möchte gern Krieg, sehne mich nach Krieg, mich gelüstet nach Krieg, Thuc. 1, 33.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμησείω: ἐφετικὸν τοῦ πολεμέω, Θουκ. 1. 33, Δίων Κ. 46. 30.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
désirer la guerre.
Étymologie: πολεμέω.
Greek Monolingual
ΜΑ
επιθυμώ να πολεμήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. ναυμαχη-σείω)].