ἡμίφαυλος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίφαυλος Medium diacritics: ἡμίφαυλος Low diacritics: ημίφαυλος Capitals: ΗΜΙΦΑΥΛΟΣ
Transliteration A: hēmíphaulos Transliteration B: hēmiphaulos Transliteration C: imifavlos Beta Code: h(mi/faulos

English (LSJ)

ον,

   A halfknavish, Luc.Bis Acc.8.

German (Pape)

[Seite 1171] halb schlecht, Luc. bis acc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφαυλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ φαῦλος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié vaurien.
Étymologie: ἡμι-, φαῦλος.

Greek Monolingual

ἡμίφαυλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ ή από πολλές απόψεις ή ώς ένα σημείο φαύλος, ο μισοαχρείος.