θεύμορος
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
German (Pape)
[Seite 1204] dor. = θεόμορος, Pind. Ol. 3, 10. Der Uebergang von θεο- in θευ- findet bei den Doriern in zusammengesetzten Wörtern, bes. in nom. pr. häufig Statt, während die Attiker in θου- zusammenziehen.
French (Bailly abrégé)
dor. et ion. c. θεόμορος.
Greek Monolingual
θεύμορος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.), βλ. θεόμορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. θεόμορος. Το α' συνθετικό θευ- είναι δωρ. τ. του θεο-].