Βορυσθένης
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ους, ὁ,
A Borysthenes, Dniepr, Hdt.4.18:—hence Βορυσθεν-είτης or Βορυσθεν-ίτης, ου, Ion. Βορυσθεν-εΐτης, εω, ὁ, an inhabitant of its banks, Hdt. 4.17, Men.883, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Βορυσθένης: -ους, ὁ, ὁ Δνείπερος, ποταμὸς τῆς Σκυθίας, Ἡρόδ. 4. 18· ―Βορυσθενείτης, ου, Ἰων. εΐτης, εω, ὁ, κάτοικος τῶν ὀχθῶν του, Ἡρόδ. 4. 17, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 491.
French (Bailly abrégé)
ους (ὁ) :
le Borysthène (auj. le Dnieper) fl. de la Sarmatie d’Europe.
Spanish (DGE)
-ους, ὁ, ἡ
• Morfología: [gen. -εος Hdt.4.18]
Borístenes
I ὁ Β.
1 río de la Sarmacia europea, actual Dnieper, Hdt.4.5, 18, D.35.10, Arist.Diu.Som.462b25, Fr.83, Str.2.1.12, 5.42, Peripl.M.Eux.58, Ptol.Geog.3.5.2.
2 mit. padre de Toante, Ant.Lib.27.3.
3 n. de un caballo del emperador Adriano, D.C.69.10.2.
II ἡ Β. ciu. de la Sarmacia europea en la margen derecha del río Hipanis, actual Bug, Hdt.4.78, Scymn.807, Str.7.3.17, Peripl.M.Eux.60, Ptol.Geog.3.5.14, l.c.