ὁδοιπορία

From LSJ
Revision as of 17:52, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοιπορία Medium diacritics: ὁδοιπορία Low diacritics: οδοιπορία Capitals: ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ
Transliteration A: hodoiporía Transliteration B: hodoiporia Transliteration C: odoiporia Beta Code: o(doipori/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A walking, h.Merc.85, Hp.Fract. 15 (pl.), Hdt.2.29,8.118 ; ὁδοιπορίαις καὶ δρόμοις γυμνάζειν X.Cyr.1.2.10 ; τὸ ἄδηλον τῆς ὁ. the uncertainty of the journey by road, POxy.118v.6 (iii A. D.); power of walking, Nonn.D.25.552 ; journey, σημαίνειν μέτρον ὁδοιπορίας IG22.2640.

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, die Wanderung, Reise; ὁδοιπορίην ποιεῖσθαι, Her. 2, 29; plur., 8, 118; Xen. Cyr. 1, 2, 10 Oec. 20, 18; oft bei Sp., wie Hdn., Antiphil. 5 (VI, 199).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοιπορία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὁδοιπορία, «ταξεῖδι», δρόμος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85, Ἱππ. Ἀγμ. 762· ὁδ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 10, κτλ.· σημαίνειν μέτρον ὁδοιπορίας Συλλ. Ἐπιγρ. 525· - ἰδίως ὁδοιπορία, «ταξῖδι» διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διὰ θαλάσσης (πλοῦς), Ἡρόδ. 8. 118, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
marche, voyage ; particul. voyage par terre.
Étymologie: ὁδοιπόρος.

English (Strong)

from the same as ὁδοιπορέω; travel: journey(-ing).