ἐξηγητικός
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for narrative, Diom. p.428K.: Comp. Adv. -ώτερον Antig.Mir.60. 2 explanatory, Hermog.Id.1.6, Alex. Aphr. in Metaph.358.13, S.E. M.9.132, etc. Adv. -κῶς ib.7.28. II ἐξηγητικά (sc. βιβλία), τά, title of work on religious rites by Anticlides, Plu.Nic.23: -κόν, τό, work by Timosthenes, Sch.A.R.3.847.
German (Pape)
[Seite 880] ή, όν, erklärend, auslegend, Schol. oft; Plut. Nic. 23 u. sonst τὰ ἐξηγητικά, Bücher um Erklären der Wunderzeichen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξηγητικός: -ή, -όν, ὁ περὶ τὴν ἐξήγησιν, ἑρμηνευτικός, περ’ τῶν μερῶν τῆς γραμματικῆς, Α. Β. 659, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 847. ΙΙ ἐξηγητικὰ (ἐνν. βιβλία), τά, βιβλία περὶ ἑρμηνείας οἰωνῶν, Πλουτ. Νικ. 23: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἑρμηνευτικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 28.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à raconter ou à expliquer : τὰ ἐξηγητικά (βιβλία) PLUT traités de l’interprétation des songes.
Étymologie: ἐξηγέομαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐξηγητικός, -ή, -όν) εξηγητής
ερμηνευτικός, διασαφητικός («εξηγητικά σχόλια»)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διήγηση.