αἰκίζω
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
aor.
A ᾔκισα Herod.2.46: pf. αἴκικα· ὕβρικα, Hsch.:—maltreat, τινά S.Aj. 403, Tr.839; σῶμα Tim.Pers.189; of a storm, mar, spoil, πᾶσαναἰκίζων φόβην ὕλης S.Ant.419:—Pass., to be tortured, rarely in pres. in A.Pr. 169, Pl.Ax.372a: pf. ᾔκισμαι D.S.18.47, Polyaen.8.6: more freq. in aor. 1, πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέντα S.Ant.206; ἐδέθη καὶ ᾐκίσθη Lys.6.27; τὰ σφέτερα αὐτῶν σώματα αἰκισθέντες And.1.138, cf. Isoc. 4.154; εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arist.Pol.1311b24. II more freq. in Med. αἰκίζομαι, A.Pr.197, Isoc.4.123: impf. ᾐκιζόμην S.Aj. 300: fut. αἰκίσομαι AP12.80 (Mel.), Att. -ιοῦμαι (κατ-) E.Andr.829: aor. ᾐκισάμην S.Aj.111, OT1153, Isoc.5.103, X.An.3.4.5: pf. ᾔκισμαι E.Med.1130, plpf. ᾔκιστο Plu.Caes.29:—in same sense as Act., Il. cc.; damage, τὰ χωρία D.43.72: c. dupl. acc. pers. et rei, αἰκίζεσθαί τινα τὰ ἔσχατα X.An.3.1.18; αἰκίσασθαί τινας πᾶσαν αἰκίαν Plb. 24.9.13.
Greek (Liddell-Scott)
αἰκίζω: ἐνεργ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, μεταχειρίζομαι βλαβερῶς, βασανίζω, κακῶ, τινά, Σοφ. Αἴ. 403., Τρ. 839· ἐπὶ θύελλης, πᾶσαν αἰκίζων φόβην ὕλης, ὁ αὐτ. Ἀντ. 419: - Παθ. ὑφίσταμαι αἰκίας, ἐνεστ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 168· πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέντ’, Σοφ. Ἀντ. 206· εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς, Ἀριστ. Πολ. 5.10, 19. ΙΙ. κοινότερον ὡς ἀποθ. αἰκίζομαι, Αἰσχύλ. Πρ. 195. Ἰσοκρ.: μέλλ. αἰκίσομαι, Ἀνθ.: - Ἀττ. -ιοῦμαι, (κατ-), Εὐρ. Ἀνδρ. 829: - ἀόρ. ᾐκισάμην, Σοφ. Αἴ. 111, Ο. Τ. 1153. Ξεν., ἀόρ. παθ. μετὰ παθ. σημας. ᾐκίσθην, Ἀνδοκ. 18.11, Λυσ. 105. 32, Ἰσοκρ. 73Α., Ξεν., καὶ πρκμ. ᾔκισμαι, Εὐρ. Μήδ. 1130, ὑπερσυντ. ᾔκιστο, Πλουτ. Καῖσ. 29: - ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ὡς τὸ ἐνεργ. μετ’ αἰτιατ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἔτι δὲ καὶ τὰ χωρία αἰκ., Δημ. 1075.11· μετὰ διπλ. αἰτιατ. προσώπ. καὶ πράγματος, αἰκίζεσθαί τινα τὰ ἔσχατα, Ξεν. Ἀν. 3.1, 18· πρβλ. Ἐπ. ἀεικίζω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
maltraiter : τινά qqn ; αἰκ. φόβην ὕλης SOPH dévaster le feuillage d’une forêt;
Moy. αἰκίζομαι plus us., m. sign. : τινα αἰκίζεσθαι τὰ ἔσχατα XÉN faire subir à qqn les derniers outrages.
Étymologie: contr. att. de ἀεικίζω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ép. ἀεικίζω
1 maltratar, ultrajar c. ac. de cuerpos inertes νεκρόν Il.16.545, c. ac. de pers. τὸν δύστηνον S.Ai.111, cf. 402, Tr.839, μὴ ... τὸν γέροντά μ' αἰκίσῃ S.OT 1153, en v. pas. hοῖσι Πυραιβōν παῖδες ἐμɛ̄τίσαντ' α[ἰ] κισθέντα φόνον para quienes los hijos de los Pirebos tramaron una muerte ignominiosa, SEG 41.540 (Ambracia VI a.C.) (pero cf. ap. crít.), δέμας ... αἰκισθέν τ' ἰδεῖν S.Ant.206
•en v. med. mismo sent. μιν (Σαρπηδόνα) ἀεικισσαίμεθ' ἑλόντες Il.16.559, τοὺς δὲ ἀποθανόντας ... ᾐκίσαντο X.An.3.4.5, ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι οὕτως ἀτίμως καὶ πικρῶς αἰκίζεται A.Pr.195, cf. Pr.169, τοὺς δὲ δεσμίους ᾐκίζεθ' S.Ai.300, τυράννων ἑστίαν ᾐκισμένη tú que has ultrajado el hogar real E.Med.1130, cf. Tim.15.176, D.S.18.47, AP 12.80 (Mel.)
•c. ac. de la tierra devastar, arrasar γαῖαν Il.24.54, γῆν Archil.203.27, φόβην ὕλης S.Ant.419, τὰ χωρία D.43.72.
2 sólo c. ac. de pers. atormentar, castigar, torturar frec. c. instrum. πληγαῖς ἡμᾶς πλίσταις ᾔκισαν PFay.108.14 (II d.C.), cf. PCair.Isidor.63.24 (III d.C.), en v. pas. ἐδέθη καὶ ᾐκίσθη Lys.6.27, c. ac. de rel. πᾶσαν αἰκίαν αἰκιζόμενοι Pl.Ax.372a, Plb.24.9.13, τὰ σώματα αἰκισθέντες ἀπέθανον And.Myst.140, διὰ τὸ εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arist.Pol.1311b24
•en v. med. mismo sent. οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν οὑτως αἰκίζεται τοὺς οἰκέτας Isoc.4.123, ἕνα τῶν ἐκεῖ βουλευτῶν ... ᾐκίσατο ῥάβδοις Plu.Caes.29, πληγαῖς με ᾔκίσατο PAmh.77.19 (II d.C.), cf. Polyaen.8.6, D.C.11.6, IG 22.1369.43 (II d.C.), SB 7464.11 (III d.C.).